παντέρημος

παντέρημος
και παντέρμος, -η, -ο / παντέρημος, -ον, ΝΜ
1. εντελώς έρημος ή εγκαταλελειμμένος
2. τελείως μόνος, ολομόναχος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παντ(ο)-* + ἔρημος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • παντέρημος — η, ο ο ολομόναχος, ο χωρίς φίλους, συγγενείς, συντρόφους: Έχασε στον πόλεμο γυναίκα και παιδιά κι έμεινε παντέρημος· αλλ. ορφανός, έρμος, πανέρημος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • έρημος — Με τον όρο έ. εννοείται στη φυσική γεωγραφία μια περιοχή με ξηρό κλίμα που χαρακτηρίζεται από μεγάλη σπανιότητα ατμοσφαιρικών κατακρημνισμάτων (το μέγιστο ετήσιο ύψος βροχής ανέρχεται γενικά σε 200 250 χιλιοστά), τα οποία κατανέμονται πολύ… …   Dictionary of Greek

  • απομόναχος — η, ο κ. μοναχός, ή, ό 1. εντελώς μόνος 2. φρ. «μόνος κι απομόναχος» παντέρημος 3. «απομοναχός του να ναι» (για κακότυχο που απευχόμαστε να χουμε την τύχη του) 4. αυθόρμητος …   Dictionary of Greek

  • θεοέρημος — η, ο τελείως έρημος, παντέρημος …   Dictionary of Greek

  • παντ(ο)- — και πανθ ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λ. όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο θ. τής γεν. τού επιθ. πᾱς, παντός (και με τη μορφή πανθ αφομοιωτικά όταν το αρκτικό φωνήεν τού β συνθετικού δασύνεται) και έχει τη σημ. τού εξ ολοκλήρου, τού… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”